- ταγγάδα
- και ταγκάδα και τσαγγάδα και τσαγκάδα, η, Ν1. η ιδιότητα τού ταγγού2. τάγγιση3. συνεκδ. η δυσάρεστη οσμή και γεύση που προέρχεται από την αλλοίωση τροφίμων τα οποία περιέχουν λίπος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ταγγός / τσαγκός + κατάλ. -άδα (πρβλ. νοστιμ-άδα)].
Dictionary of Greek. 2013.